7 Ιουνίου 2012

Ο Γιώργος Νικολόπουλος παρουσιάζει τους σύγχρονους Έλληνες ποιητές



2 - ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ


Η Ευτυχία Παναγιώτου γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1980. Σπούδασε φιλοσοφία στην Αθήνα και νεοελληνική φιλολογία στο Λονδίνο. Εργάζεται ως επιμελήτρια εκδόσεων, μεταφράζει ποίηση, αρθρογραφεί σε περιοδικά και εφημερίδες. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, ιταλικά, ισπανικά και γερμανικά. H ίδια έχει μεταφράσει τα Ερωτικά ποιήματα της Ανν Σέξτον καθώς και ποιήματα της Ανν Κάρσον.

Έχει γράψει τα βιβλία ποίησης μέγας κηπουρός (Κοινωνία των (δε)κάτων, 2007) και Μαύρη Μωραλίνα (Κέδρος, 2010). Η Μαύρη Μωραλίνα ήταν υποψήφια για το βραβείο ποίησης του περιοδικού Διαβάζω και πήρε το τρίτο βραβείο ποίησης καλύτερου βιβλίου νέου ποιητή στο Συμπόσιο Ποίησης Πάτρας.

Γνώρισα για πρώτη φορά την Ευτυχία Παναγιώτου το Μάρτιο του 2011 στο @Ρουφ, στη βραδιά ποίησης του Μανδραγόρα με άξονα «Λαός ενωμένος ποτέ νικημένος» στην οποία συμμετείχαμε και οι δύο. Λίγες μέρες μετά έτυχε να ακούσω και τον Έκτορα Πανταζή να αναφέρεται με εκτίμηση στην Ευτυχία. Με αυτές τις αφορμές έψαξα να βρω ποιήματά της και διαπίστωσα ότι είναι πραγματικά μια πολύ αξιόλογη νέα ποιήτρια. Αργότερα την συνάντησα στο Συμπόσιο Ποίησης της Πάτρας (όταν πήρε το βραβείο) και στην παρουσίαση της Ανθολογίας Σύγχρονης Κυπριακής Ποίησης του Βάκη Λοϊζίδη (όπου περιλαμβάνονται ποιήματά της).

«Με γλώσσα μοντέρνα, με μακρινούς απόηχους λυρικών καταβολών, με μορφολογικούς πειραματισμούς, με ανάκατους λεκτικούς και συντακτικούς σχεδιασμούς, με ιδιαίτερη προτίμηση στα μικρά γράμματα ακόμη και μετά την τελεία (προφανώς πρόκειται για αποδόμηση σημείων στίξεως), με σύγχρονες εικονικές περιγραφές, με μια πληθώρα ιστορικών και καλλιτεχνικών προσωπικοτήτων (αυτόχειρες οι περισσότεροι) και με μια κατάφωρη αίσθηση της ποιητικής ευαισθησίας της, η Ευτυχία Παναγιώτου ξετυλίγει σε κάθε της ποίημα την κύρια θεματική οντότητα που είναι η ανθρώπινη ύπαρξη στον πόνο της, στην χαρά της, στην κάθε υπαρξιακή της μάχη, στην αγάπη της», γράφει η φίλη μου Αναστασία Γκίτση στο Βακχικόν για τη Μαύρη Μωραλίνα.

Και ο Μιχάλης Παπαντωνόπουλός στον Φιλελεύθερο της Κυριακής: «Η “Μαύρη Μωραλίνα” εφιαλτεί έναν κόσμο μες στον οποίο μαίνεται η κραυγή για ελευθερία. Αν και η ροπή προς την αναζήτηση ενός ουτοπικού μοντέλου λειτουργίας είναι εμφανής σε αρκετά χωρία των επιμέρους ποιημάτων, εντούτοις η Μωραλίνα αφηγείται ουσιαστικά τη δική της δυστοπία̇  μια δυστοπία, που πλέον δεν λυμαίνεται τον φαντασιακό ιστό που υφαίνει γύρω του το προσωπείο του ποιήματος, μα τη ρεαλιστική απεικόνιση του κόσμου, όπως τον βιώνει ο άνθρωπος δοκιμάζοντας τις συνέπειες ενός αρνητικά θεωρούμενου κοινωνικού ή πολιτικού συστήματος».

Ας διαβάσουμε Ευτυχία Παναγιώτου, λοιπόν. Ποιήματα αυθεντικού υπερρεαλισμού, με συνεχείς λογοτεχνικές και καλλιτεχνικές αναφορές, δημιουργώντας αισθητικά τόσο με την ουσία των λέξεων όσο και με την απεικόνισή τους πάνω στο χαρτί. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να παρατηρήσω ότι η επιλογή ποιημάτων από την Μαύρη Μωραλίνα ήταν ιδιαίτερα δύσκολη γιατί το βιβλίο, αν και συλλογή ποιημάτων, είναι ουσιαστικά ένα ενιαίο σύνολο και σαν ενιαίο σύνολο θα ήταν προτιμότερο να διαβάζεται.


από τη συλλογή «μέγας κηπουρός»:

το κεφάλι µου σύµπαν ολόκληρο

µου αρέσει να κοιτώ τις σκέψεις µου σαν χάνονται
στο διάστηµα ορφανές και
ξαναβρίσκονται στο στόµα άλλων,  
τις κινήσεις σαν µιµούνται αγριανθρώπων και
επιστρέφουν σε µένα ξένες.

ωραίες σαν το κεφάλι µου – εκσφενδονίζεται  
συνένοχο.

ars poetica

κανείς δεν είδε το µασκοφόρο µε τα τριαντάφυλλα.
έφευγε απ’ το σπίτι με ψαλίδια στα χέρια και µ’ έναν
γάτο μαύρο αγκαλιά στο δάσος με τα μυστικά – δεν 
το’ ξερε κανείς – μέχρι που χείλη τεράστια μίλησαν
για εγκλήµατα στον ποταµό, για πευκοβελόνες θηρίου,  
για επιθανάτιους χτύπους και θρήνους στη διαπασών.  
τότε αγκάθια χέρια το ξεγύµνωσαν, το ξερίζωσαν
το μολυσµένο μανιτάρι το μαινόµενο.

η εξοχή του μυαλού μου  

ξύπνησα χαράµατα ν’ αλλάξω  
παράθυρο, στράβωσε να κοιτά απέναντι
τη θέα μου κόβοντας.
ανοίγω τα παντζούρια, ατίθασα  
από τον αέρα και τ’ άλλα κακά, ξεγλιστράνε από  
τα δάχτυλά μου – ψεύτες ερωµένοι .
µάταια προσπαθώ ν’ ανοίξω διάπλατα
το φως να μπει λίγο, λέω, είπα θέλω φως,
αλλά χαράµατα είναι ακόµη, χαράµατα άγρια .

γενηθήτω φως είπα σ’ ένα παράθυρο αναίτιο.

η δικαιοσύνη σου δικαιοσύνη µου  

ο άνθρωπος που ξερίζωσε το σπίτι του  
δεν ήµουν εγώ· φήµες ήταν πως είµαι προδότης.
γιατί τις ώρες που σηκωνόµουν χαράµατα  
ν’ ανοίξω την πόρτα, εκείνη έκλεινε
ορµητικά, µε µίσος,  
τα δάχτυλά µου σπάζοντας.
µένοντας µ’ ένα χέρι, το «κακό»,
έγραφα επιστολές, απεγνωσµένα,
προς ιερείς και φίλους και συντρόφους.
στα τελευταία, άρχισα να στέλνω απλώς επιστολές:

εξοµολογήσεις δίκην δικαιοσύνης.
εξοµολογήσεις για δικαιοσύνη.  
εξοµολογήσεις πνιγµένο δόντι.

αγνοώντας τον θεό κτλ.

ξεράθηκαν τα χείλη µου παραµιλώντας ευχολόγια.  
αστρονοµικοί αριθµοί στη δεκάτη µε ζαλίζουν ευχές  
δέκα κοιτάνε ένα αδειασµένο κακό
–απόντα άπαντα–
οι ευχές πρέπει να µπουν σε σειρά αµέσως,  
να µπουν σε σειρά επειγόντως .  
η ζητιάνα µέσα µου εκλιπαρεί  
για ψίχουλα.  

διασαλεύω την τάξη Σου και τροµάζω.
αλλά, υποµονή, ο χρόνος προβλέπει,
λίγο ακόµα και θα επαληθευτεί η εξίσωση.  
θα σµίξω όλη τη χολή µου µε δάκρυα δέκα
ήρεµα – θα βγει η εξίσωση.
σκάβω το λάκκο µου ψέλνοντας επικήδειους.
εντολή µου, το κακό να εξέλθει.

ο τίγρης στο στόµα σου,  
ρουφηγµένο δάκρυ στο  
στοµάχι έχω ένα ζώο που κοιµάται,
παίρνει αίµα απ’ την καρδιά µου
κι έπειτα κοιµάται, το ζώον,  
κοιµάται το δίκαιο – το τρέφω
απ’ την Αρχή το παραµύθι.

µετά τη δεκάτη υπάρχω παρελθούσα.
ελπίζω για να κλαίω.  
κλαίω για να ελπίζω.  

µα εξισώνοµαι.

φάντασµα

θα σου κάνω µάγια ξένε για να µ’ αγαπήσεις
θα σου φτιάξω φίλτρα για να’ ρθεις σε µένα
πίσω σου θα σπείρω οργίλες φωτιές να τρέξεις γρήγορα
θα’ χω µιαν αγκαλιά µεγάλη να χωράει τα όνειρά σου
ζαχαρένια λόγια σε ροζ τοπία θα σου χαρίσω ήχους,  
µυρωδιές, χαρµόσυνες ειδήσεις κι εφηβεία
κι ό,τι τραβά η ψυχούλα σου θα το’ χεις – λίγο µονάχα
δώσε αίµα στη δική µου που πεινάει η στοιχειωµένη.

µέγας κηπουρός

στον Μίλτο

παραλογίζεται τα βράδια ο κηπουρός µου.
σπείρει λέξεις στο χώµα
θάβει λέξεις κάτω απ’ το χώµα.
λέξεις λαβωµένες, πρώτα τις χτυπά  
τις δένει έπειτα χωρίς φόβο
οίκτο ποτέ του δεν νιώθει γι’ αυτές,  
κλαίνε σπαράζουν σκούζουν καταριούνται
–λέξεις είναι–
τις βουβαίνει.  
το καταφέρνει το αίµα.  
δεν είναι ο κηπουρός µου αυτός.

σπείρει το θάνατο.
µε σπέρνει θάνατο.  
γίνοµαι ο θάνατος.

σύλβια

αθετώ τις υποσχέσεις μας, µαµά.  
όµως σήµερα σου γράφω, η μέρα είναι αλλιώς.

το πρωί, τα πήγα καλά με τα ταξί.  
ο οδηγός έδειξε να προτιµάει τις γυναίκες.
πήρα και μια μικρή αύξηση, για τις ιδέες μου, είπανε,  
προτού τονίσουνε το πόσο νέα είµαι.  
το μεσηµέρι στο λεωφορείο, «έχεις μπροστά σου  
µεγάλο δρόµο», μια ηλικιωµένη μού ψιθύρισε με νοσταλγία. 
στα νιάτα της υπήρξε συγγραφέας, τώρα κυκλοφορεί
µε μια σακούλα σκουπιδιών για το αεροδρόµιο,  
µε τα παλιά, επίσηµά της ρούχα.  
µου φαίνεται, ανταλλάξαµε χρόνια, µαµά· έχω ωριµάσει.
οι φίλοι με γνωρίζουν καλά στο μεγάλωµά μου, εσύ  
θα με θυµάσαι στις παλιές μου δόξες.  

γιατί δεν κράτησα την υπόσχεση να σ’ τα λέω όλα  
σου κρύβω τα μισά –  θέλω κάποιος να µ’ αγαπάει ακόµα.

προχθές κάποιος αλήτης με είπε αθώο κοριτσάκι
και πήγα σπίτι ψάχνοντας για κάποιο χάπι,  
από την τόση ειρωνεία, µαµά, για να κοιµάµαι.  
τρώω λίγο· στον ύπνο μου κυκλοφορούν φαντάσµατα.  
όµως, αγόρασα αδιάβροχο για τις καινούργιες μπόρες.

έχω γίνει μια γούβα από λάθη, µαµά.
καρδιά αδειανή, στην τσέπη νόµισµα
και το μυαλό μου στροβιλίζεται, εκκρεµότητα μεγάλη.
ο Α. µού εί πε πως τα όνειρά μου είναι μεγάλα,  
ο Β. µού είπε πως δεν έχω όνειρα μεγάλων,  
λόγια πικρά, µετράω θύµησες· η ιστορία.
παραµονεύω με το κλεφτοφάναρο, µαµά,
κοιτώ έναν κόσµο που δεν κοιτά.  

έχω ετοιµάσει δυο ζωγραφιές να με θυµάσαι.  
αθετώ τις υποσχέσεις μου, µαµά.  
θα’ θελα να’ ξερες απλώς ότι φοβάµαι.

κηδεία είναι, μην κλαις

νεκρή γλώσσα κάθισε
στα δόντια μου αποκάτω.
δεν το κουνά απ’ τη θέση της, καθαρίζει  
µόνο το κρέας της βρώσης σου.
καλή δούλα, κρατά το λόγο της.
έχει το θάρρος του κλειστού στόματος
µετά το φόνο.  

µυστικό σφαλιστό
µα με χέρια που τρέμουν τόσο
κοιτάω αλλού
κάπου ανάμεσα κυλάω
στο ποτέ και στο κάποτε.  
–δεν θέλησα να βουλιάξεις –
εκείνη η δούλα ήτανε που σ’ έπνιξε.
δούλευε χρόνια σκυφτή χρόνια βουβή  
ψάχνοντας λύσεις στους γρίφους σου.
υπάρχουµε σαν δεν γίνουµε; 
µια διακεκομµένη ευθεία
που θα μπορούσε να γίνει
οικογένεια.

αλλά μεγάλωσαν τα χέρια μας
καταπώς μικραίνει ένα σπίτι.  
λατρεία μου, µεγάλωσαν τα χέρια μας.
σαν απλωθούν μες στον κενό χώρο  
η γλώσσα λύνεται αυθάδης.


από τη συλλογή «Μαύρη Μωραλίνα»:

χαράζει το χέρι, πάει να πει νοσοκομείο

στο βιβλίο μου ζωγραφίζω ένα τρίγωνο.
στην επάνω γωνία ο θεός, στην αριστερή η γάτα μου,
στη δεξιά το μολύβι.
είν’ ένα μαγικό τρίγωνο
γιατί
σε μια προέκταση της μνήμης μου  
ανεπιθύμητη   
οι γραμµές ατονούν και χαλαρώνουν και κινούν ται πέρα δώθε
κι ο θεός γίνεται μαύρη ιέρεια, η γάτα μου πάνθηρας,
το μολύβι μου στυλό.

ο πάνθηρας αχόρταγος· ποθεί την ιέρεια.
το στυλό ανεξίτηλο· τον εκδικείται.
έτσι αφανίζονται τα άκρα
και σώζεται
μονάχο του το θηλυκό
ανίδεη από εξουσία
κέρδισε μια μάχη που αγνοούσε .

λευκός θίασος – έλαχε σ’ εμένα.
κάποιο δώρο θα’ ταν της ανάγκης,
που με το ραβδάκι της τώρα με βάζει να
παριστάνω την τρελή.
απροπόνητη

αφήνομαι σε κάτι που καλπάζει σαν τα γιατρικά μου κόβω
τα χαρτιά μου σκίζω τα θαυματουργά μου, µια κρύπτη
είσαι – Grotta Azzuraii
–  και κάτι σαν γραμµή χαράζει
νέα στραβή, κάτι συμβαίνει με το σχήμα αυτό – τρίγωνο
διαβολικό –  δεν ζωγραφίζεται.


ii Γαλάζιο Σπήλαιο. Ένα φανταστικό θαλάσσιο σπήλαιο στα παράλια του ιταλικού νησιού
Κάπρι. Πρώτοι αποικιοκράτες του νησιού θεωρούνται οι Έλληνες. Το εκτυφλωτικό φως που
εισέρχεται στο σπήλαιο δημιουργεί μια εντυπωσιακή μπλε αντανάκλαση. Ίσως έτσι
φανταζόταν ο Πλάτων την έξοδο από το σπήλαιο στην Πολιτεία-Ουτοπία του.

τιμώ το σώμα, έστω κι αν δεν ξέρουμε να το ζήσουμε

γλιστρούσες μέσα του αργά.
οι φωταψίες σού άρεσαν, η μέρα, η υποδοχή της λάμψης
μ’ ένα ουρλιαχτό,
κι από τη μαύρη του έβγαινες σαν ερωτευμένος.
λιποθυμούσε στις 3 ή στις 6 ή στις 9.

τότε ο ήλιος είπε είμαι πολλαπλάσιο του τρία

το ήξερες καλά πώς τρέκλιζε, πώς γελούσε,
πώς κλεινόταν μες στο δέρμα του, όπως σφαλίζει κανείς
τον εαυτό του για να δοθεί ολόκληρος, στις χειρονομίες του
μάλλον βουβό, κάτι καθόλου πομπώδες· σε καλούσε όμως,
να το αγαπήσεις –  χυδαία Χίμαιρα.

ζαριά καλή έριξε η σελήνη, και η δυάδα ανέφικτη

σαν πάντρεμα, σαν τη ζωή, σαν το σωστό το μέτρημα.
9 φορές το 3, συν 6 –  ηλικία πυροτέχνημα,
ηλιοκαμένο χάδι σε δείκτη 33.

κι ο νόμος είπε εγώ· ένας κι ολοκληρωτικός

τα ζάρια σκόρπισαν, σκίστηκαν.
δυο άψυχα πραγματάκια, εδώ κι εκεί
σαν σώματα
περι φέρετε τ ον εαυ τ ό  σ ας
α     ν         ά      π      η      ρ      ο

η αγία μάρτυς Καικιλίαiii σε υγρό ρυθμό

δεν μπόρεσε ποτέ της να μιλήσει .
με φιμωμένο, λες, στόμα
δεν γινόταν να πει
«τον αγάπησα, τον αγαπώ ακόμα,
αν µ’ αφήσει να είμαι,
θα τον αγαπώ στο διηνεκές».

καταγέλαστο πράγμα η απόγνωση.
την κάνει ν’ αγνοεί την ιστορία του κόσμου,
τόσοι οι ανήλεοι βομβαρδισμοί
να ξεχνά τον απόστρατο με το σκισμένο γόνατο,
τέτοιος ο ίλιγγος του άδοξου απείρου
ν ’ αδιαφορεί για του σκύλου το κεφάλι,
πυρωμένο στην πληγή των άστρων

γιατί υπήρχε, έλεγε, θεός.
αυτός που έσερνε τ’ άλογο στην Ισπανία
ποδοβολημένη με θέλει
ώσπου χλιμίντρισε «Όχι» στον τυφλωμένο του ταύρο.
μα εγώ του τσίρκου ήμουν λαβωμένο αλογάκι
κύριε, πριν την κοιμίσουν, έπρεπε
να υπερασπιστεί την αγάπη της.

έστω κι αν ήταν ωμή.
έστω κι αν είναι βάναυσο
να στήνεσαι περήφανη παρακαλώντας
την καρδιά σου να σου δώσουν πίσω.
μια συναρπαστική σκυταλοδρομία
δακρύων.

μπορείς να’ ρθεις τώρα, δήμιε,
με τα σαρκοφάγα σου δάχτυλα.
έλα και βρες το γεύμα γυμνόiv

 ό, τι αντέχει
ανθίζει μουσική

είμαι μια μουσική,
ατελής και ζωντανή· γράφω
την ιστορία του γλύπτη.
να μην παγώσει μες στο χρόνο

iii Το γλυπτό «Santa Cecilia» (1599-1600) του Stefano Maderno, στο ναό Santa Cecilia in
Trastevere στη Ρώμη. Η αναπαράσταση ενός αδιάφθορου νεκρού σώματος. Η Αγία Καικιλία
θεωρείται η προστάτιδα της μουσικής.

iv Αντιστροφή  του τίτλου Γυµνό γεύµα (µτφ. Γιώργος Γούτας, εκδ.Απόπειρα, Αθήνα 2003),
µυθιστορήµατος του Ουίλλιαµ Μπάροουζ.

η Μαρκ Ρόθκο βάφει έναν πίνακα μπλε

χάραξα σ’ ένα φύλλο «αγαπώ»
γυ μνή πάντα, µια μοναχή η λέξη
«τώρα θα ζήσω», είπα
με μέλλον εύθραυστο, επίφοβο
«µαμά», ψέλλισα, «είσαι στ’ αλήθεια εσύ;»
πορτρέτο ο πόθος στο προσκέφαλο
με στόμα σκύλας έσκουζα στην άδεια κλινική
σπαταλημένα τα φωνήεντα, ηχώ της οχληρή
είπα τις σκιές, είπα τους ανθρώπους – φοβάμαι .
τίμιο, τρομακτικό· μα μια παραδοχή
πλασμένη από πατέρα είμαι, από γιατρό και από ψάλτη.

κούκλα γενναία, βαστάει κάποιον ανδρισμό .
το χέρι που την περιτύλιγε, το χέρι που την έπνιγε
είχα κάτι αλλόκοτο, δέρμα πλαστικό.
ο ουρανός λοιπόν·
ο ουρανός είναι μαβής, κι εγώ τον μελετώ.
μέσα της κλαίει σαβανωμένο ένα μωρό μικρό

τούτο ήταν το πρόσωπο,
τούτα ήταν τα στήθια και τούτη η κοιλιά .
τοτέμ τοτέμ τοτεμισμός
χρυσό το σώμα βάφω, στα κόκαλά του κολυμπώ.
της αγάπης τα χρώματα τρίζουν
ένας κλόουν δεν ανήκει εδώ
πετάει τις ζωγραφιές μου μες στον πιτσιλισμένο του ωκεανό.

όλες του κόσμου οι αγιογραφίες
και του ανθρώπου όλες οι ευεργεσίες,
φύλλα που ταξιδεύουν στον μπλε ουρανό

κι εγώ να χασκογελώ .

φάκελος «Μαύρη Μωραλίνα»: νέγρα πέταξε τσάι στο λιμάνι

ο πόνος μάς μωραίνειv
 Maurice Blanchot
 ήταν μια Χοντρή Πέμπτηvi, κι ένα στόμα πειναλέο
απ’ την Πολωνία (απ’ αυτά που γέρνουνε προς Γερμανία).
μπορεί και να’ ταν απλώς ένα μπούτι στην Ελλάδα,
από κείνα που μετανιώνεις που έφαγες.
δεν τρώμε κρέας, παρά μόνο τις άγιες

«Μαναστατώνης», συστήνεσαι στ’ αγγλικά
«Μαναστατώνη», αποκρίνομαι στα γαλλικά.

γλώσσες - μάσκες· μιλάνε για πολιτισμό με-μέτρο
σου ρουφάω το αίμα με-το-σταγονόμετρο
είν’ ευγενείς χειρονομίες, βολεύονται σε ημερολόγια .
την Πέμπτη τρώμε καλά, αλλά το μεγάλο δείπνο
είναι πάντα Κυριακή

μια μέρα
άγια, ματωμένη.
κάπως έτσι με τα ενάντια,
στα λόγια μπορεί

και δυο βασίλεια ένα νά –αν η σκιά τους δεν κάλπαζε–
πανικόβλητο κυνήγι για το μαύρο μπούτι, αν ο ωραίος
βασιλιάς δεν ήταν εκεί –αν δεν υπήρχες εσύ–, αν
ένα khatvii μες στα δόντια του δεν παραμιλούσε, αν δεν
ήταν μηρυκαστικό, αν βασίλισσα δεν ήταν αυτή

θα μπορούσαμε εγώ κι εσύ.

μα η νέγρα Μωραλίνα ταλανίζεται, η μαύρη Μωραλίνα
τελαλίζει ποιος αυτόχειρ μασκοφόρος ποιος ιππότης τίνος
πότης να ντυθεί για χάρη ποιας απάτης άσπρη αφρική;

v Maurice Blanchot, Η τρέλα της ηµέρας, µτφ. Δηµήτρης Δηµητριάδης, εκδ. Άγρα, Αθήνα 1988, σ. 7. 
vi Οι Απόκριες στην Πολωνία και στη Γερµανία κατά τη διάρκεια των οποίων καταναλώνονται πολλά γλυκά. Το αντίστοιχο της Τσικνοπέµπτης.
vii Φυτό που καταναλωνόταν στην Αφρική και συχνά αποξηραινόταν για να χρησιμοποιηθεί
ως τσάι με διεγερτικές επιδράσεις. Σύμφωνα με τους αρχαίους Αιγύπτιους, τρώγοντάς το,
έφτανες σ ’ ένα είδος (απο)θέωσης. Οι έρευνες δείχνουν πως πρόκειται για φάρμακο που
προκαλεί εθισμό και ευφορία και κατατάσσεται στις ψυχοτρόπες ουσίες.

σκηνές από την καθημερινή ζωή σε ανάπλαση μνήμης

η αδελφή μου χάθηκε τον Οκτώβριο του ’07.
την αναζητώ σε αναγγελίες θανάτων.

στ’ αλήθεια, είπαν, δεν υπήρξε,
όμως το τζάμι μου όλο τρίζει,
μια στριγκιά φωνή με σέρνει
από το φόρεμα να μπω
μες στο νερό του μαύρου τοκετού της
να γίνω η νοσοκόμα δίπλα της                                  σε ύπνωση
να γίνω ο άντρας της να την κρατώ                                     παραλυμένος
μα παραμένω το ασθενοφόρο                                  που δεν έρχεται

στο τέλος µ’ αποκάλεσε φονιά.
το κορίτσι μου τ’ ανύπαρκτο Ρεμπώ λοιπόν.
κατάληξη σπουδαία φωνήεντα
της τραγουδώ,
το ίδιο μου το λαρύγγι χύνοντας
«Ε για το λευκό                                               Ι για το κόκκινο»viii
 Ι για το κόκκινο                      Ε για το λευκό

κι όλο τραγουδώ
για τούτα τα χεράκια, τα δύο ποδαράκια
και για όλα του κόσμου τα παιδάκια
θυμάμαι πώς,
πώς να τραγουδώ.

viii Arthur Rimbaud, «Παραληρήματα ΙΙ, Αλχημεία του λόγου», στο: Μια εποχή στην κόλαση,
μτφ. Χριστόφορος Λιοντάκης, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2004, σ. 71.

σας δίνει το ελεύθερο

σηκώνω το δεξί, λέω χάιλ στήθος.
κλείνω τα μάτια, λέω χάιλ στόχος.
με τ ’ αριστερό στην κοιλιά, λέω χάιλ σημαία.

και πυροβολούν αλύπητα.
κανείς δεν με βρίσκει.

εστιάζουν σε ό,τι λέγεται
–κακόφημη ανυπαρξία, αναίτιο κενό, µπλα μπλα–
και στήνουν στον τοίχο τις λεπτομέρειες.

εγώ όμως ζω
–χορεύω χάος
με λένε Μωραλίνα, κι όμως αυτή δεν είμ’ εγώ .

σ’ έναν κάδο η καρδιά μου καίει τα ρούχα της.
για να σώσει η φωτιά της απ’ τα δακρυγόνα
ό,τι αξίζει.

κάπως έτσι αναπνέω.
πώς να το πω απλά;

μέσα στον κόσμο χάνεις
μόνο νύχτες.

στα δυο χέρια κρατώ την καρδιά της και λέγεται Μπόρχες

είναι παραγεμισμένη λεμονόκουπα.
μέσα της το στυµµένο ξινό λεμόνι, και το πικρό, έχει
την απόχρωση του νοθευμένου κίτρινου, του πειραγμένου
λευκού, πού και πού ιριδίζει παράξενα σαν το ασήμι.
έχει μάτια. τα λένε κουκούτσια. γιατί όλες οι λίμνες
έχουν μάτια, µόνο που τα δικά της είναι σφαλιστά,
σαν να κοιμούνται. μα όχι ακριβώς. έχει μόνο τις κόγχες.
η μνήμη είναι τυφλή.
κάποιος της άδειασε την όραση.
σε κάθε στέρηση υπάρχει ανταμοιβή, µια πλησμονή,
γι’ αυτό η μνήμη χέρια έχει δυνατά με δάχτυλα κανονικά
–ακμαία στύβουν το λεμόνι της. αυτό που είναι καρδιά,
ανθηρό σαν νυχτολούλουδο (είναι λευκή και ευωδιάζει),
και που πρέπει κόκκινη να την είπαν κατά λάθος, σάμπως
εκείνος που χρωμάτισε τα πράγματα, τη στιγμή που
τα’ βαφε µ’ ένα πινέλο, να κοιτούσε κάτι άλλο. μα όχι
ακριβώς. υπάρχει δικαιοσύνη στα χρώματα, υπάρχει
δικαιοσύνη και στους τυφλούς. και σ’ όλες τις στερήσεις
υπάρχει πλησμονή. η μνήμη έχει χέρια και τα χέρια
βαστούν μαχαίρια, δηλαδή το λεμόνι πρέπει πρώτα
να το κόψει.
σου λέω έκλαψε πολύ να την αφήσεις. για δυο τυφλά μισά.

ανθρωπογραφία της Francesca Woodman, Α μερικανίδας φωτογράφου
που αυτοχειριάστηκε στα 22 της, θέτοντας τέλος στο ταλέντο της

μια λάμψη κάτω απ’ τα σεντόνια .
χέρι φωτογραφίζει άλλο χέρι που κάποτε έγραφε.
ό,τι είναι αδύνατο να ειπωθεί αληθινά
τρυπιέται απ’ το μυαλό.
ίσως κάτι συνταρακτικό
όσο μια ρωγμή, όσο η ανάσα

– εγκάθετη
μελωδία σε σύστημα τυφλό.
χέρι μέσα σε χέρια
κι ένα κλικ
επώδυνο,
μουσική οργάνων· τρυπά το στομάχι.
εμετός στην κλίνη, βυθισμένη σε ώρα ησυχίας.
θα τη μαλώσει πάλι η νοσοκόμα, μα κρούει το κουδουνάκι·
νοσταλγεί κάποιον που να’ ρχεται.

ό,τι συνέβηκε ήτανε λέξεις
μια εξοχή του μυαλού της σε καλώδιο.

αργοκινεί τον σπασμένο της γοφό,
έναν τρυποκάρυδο πιστό,
παρόντα στην τελετή, που’ ναι γιορτή,
λευκό φοράει βικτοριανό φόρεμα .
(ο πατέρας χορεύει μπρος στο παράθυρο.
ο αδελφός υποβολέας του ρυθμού.
βήμα δεν χάνεται, η μητέρα τραγουδά,
κι όλα είναι τόσο χαρμόσυνα),
τόσο χαρμόσυνα δίχως εμένα

αυτό που δεν μπορώ να δω

το λένε χαρά

(βασανιστικά βήματα και φάλτσες φωνές
γύρω από’ να ακουστικό, και κλάματα)
μια λέξη μου –π’ αγωνιά– κι όλα πάλι συσκοτίζονται .

η κόρη μας εθισμένη στα χρώματα

κάτι αδύνατο να ειπωθεί
ειλικρινά
ανθρώπινο εντελώς.

Δείτε επίσης: Χλόη Κουτσουμπέλη

 Γιώργος Νικολόπουλος:
 
Γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Ασχολείται με τη λογοτεχνία και το θέατρο. Έχει εκδώσει 2 ποιητικές συλλογές (εκδ. Μανδραγόρας). Το παιδικό μυθιστόρημά του «Οι τρεις πριγκίπισσες» βραβεύθηκε και εκδόθηκε στην Κύπρο. 5 διηγήματά του έχουν βραβευθεί και δημοσιευθεί σε συλλογικούς τόμους. Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε πολλά λογοτεχνικά περιοδικά, ανθολογίες, ηλεκτρονικά περιοδικά και λογοτεχνικούς ιστοχώρους. Είναι μέλος αρκετών λογοτεχνικών συλλόγων. Το έργο του έχει παρουσιασθεί στο Συμπόσιο Ποίησης του Πανεπιστημίου Πάτρας και σε πολλές ακόμα εκδηλώσεις. Είναι μέλος κριτικών επιτροπών λογοτεχνικών διαγωνισμών, και της συντακτικής ομάδας του περιοδικού της Διασπορικής. Διατηρεί τέσσερα λογοτεχνικά ιστολόγια. Δύο θεατρικά έργα του θα ξεκινήσουν σύντομα να παίζονται σε αθηναϊκά θέατρα.       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας για το κείμενο!