20 Σεπτεμβρίου 2012

Δρόμος - Γιάννης Νικολούδης



Το χιόνι ήταν λασπωμένο κάτω από τα κυπαρισσόδεντρα μέχρι πέρα στις πλαγιές, που ρόδιζαν προς ανατολή, προς τα σύνορα. Μια πνοή αέρα φερμένη απ’ το βουνό μάζευε φύλλα κάτω απ’ τη νταλίκα. Τα άκουγε να φιδοσέρνονται, να κριτσανίζουν ανάμεσα σε μηχανή και παγωμένη άσφαλτο.
    23 Φλεβάρη. Έσκισε το φύλλο του ημερολογίου και τράβηξε για έξω. Εκείνη ήταν κουλουριασμένη στην μικρή καμπίνα. Μια οσμή χαλασμένου σώματος μέσα˙ και έξω η σφοδρή απάθεια του ψύχους. Μείον δέκα τούτο το πρωί.

Το είχε πει το ράδιο χθες σε εκείνο το φαγάδικο. Είχε κλείσει το οκτάωρο νωρίς και  είχε σκεφτεί να κάνει μια στάση μιας και του είχε τραβήξει την προσοχή η πινακίδα από πράσινο νέον που παλλότανε στη χιονισμένη νύχτα. Νιφάδες έπεφταν στη πλασματική θαλπωρή του φωτός και μισοέλιωναν. Ήταν ζεστά μέσα , είχε και τζάκι. Ήπιε μπύρα και έφαγε ένα χάμπουργκερ. Το ράδιο έπαιζε παλιά τραγούδια αμερικάνικα. Παρεμβάλλονταν μετεωρολογικά δελτία.
    Μια παρέα από ορεσίβιους – τυλιγμένοι σε βαριά ολόσωμα μπουφάν –  έλεγε κάτι για μια ομάδα κυνηγών που αγνοούνταν σε ένα φαράγγι εκεί κοντά. Σκληρά πρόσωπα, κατακόκκινα, με μια μοχθηρία που έβγαινε στη γλώσσα και στη στατικότητα του κορμιού, θαρρείς θηρία σε επιφυλακή.
    Έξω, ο δρόμος τραντάζονταν από μια αέναη κίνηση φορτηγών, βυτιοφόρων, ρυμουλκών, βαγονιών. Κάτι σαν ολότητα, ένα κομβόι που τραβούσε σαν πολεμική φάλαγγα για ένα μέτωπο που απλώνονταν σε όλη εκείνη την παγωμένη απροσδιοριστία των μαύρων βουνών. Αργότερα, στάθηκε κάτω από το νέον να ανάψει ένα τσιγάρο. Η πουτάνα εκείνη δεν άργησε να τον πλησιάσει.



Δυτικά η Γαλλία. Πριν χρόνια ταξίδευε συχνά προς τα κει. Τότε δούλευε για λογαριασμό μιας εταιρίας πλαστικών. Μετέφερε πλαστικούς σωλήνες σε μια μονάδα έξω απ’ το Παρίσι. Κανονικός υπάλληλος. Πάνε χρόνια από τότε. Θυμόταν το κρασί στα μαγαζιά εκείνα στα σύνορα, κάτι ξύλινα κατασκευάσματα με ροκανίδι στο πάτωμα. Και ανθρώπους πρόθυμους να σε παραμυθιάσουν με ανδραγαθίες αν η τσέπη σου βάσταγε κάμποσα κεράσματα.
    «Ύστερα γύρισα πίσω. Ήταν η ώρα μου. Γάμος, ναι. Στεφανώθηκα και είχα κάμποσο παραδάκι. Άνοιξα το πρώτο μαγαζί στα μέσα του ογδόντα. Εξαγωγές. Λαχανικά. Πήγα καλά. Έφτιαξα δυο σπίτια. Ο γιος μου τα χάλασε όταν ανέλαβε και ξαναβγήκα στο δρόμο. Ο δρόμος δεν είναι ο ίδιος».
    Τώρα τον κερνούσαν.



Μετά βρέθηκε ξανά να οδηγάει μέσα στη νύχτα έχοντας την πλάι του, μυρίζοντας το πατσουλί της. Μιλούσε καλά τα γερμανικά. Ήταν Ρομά. Μελαμψή, νεαρή. Σε μια πάροδο, έκοψε ταχύτητα και σταμάτησε και την πήγε πίσω στη καμπίνα και την άφησε επάνω του και αυτός έκλεισε τα μάτια. Την πλήρωσε και της υποσχέθηκε τα διπλάσια  αν έμενε μαζί του μέχρι το ξημέρωμα και αυτή έκανε πως το σκέφτεται πριν δεχτεί.
    Καθώς ο αέρας σφύριζε έξω, σκέφτηκε ότι έκανε λάθος που της το πρότεινε˙ μύριζε άσχημα δίπλα του και ανά τακτά διαστήματα ένιωθε τα χέρια της στο στήθος του. Αλλά μετά που το ταβάνι έτριζε απ’ το βάρος του χιονιού και ο ήλιος αργούσε να βγει, σκέφτηκε πως καλά είχε κάνει που της είχε πει να μείνει.
    «23 Φλεβάρη», την άκουσε να φωνάζει πίσω του τούτο το πρωινό. Είχε ρίξει επάνω της την κουβέρτα.
    «Άσε την κουβέρτα εκεί που τη βρήκες, πάρε τα λεφτά  που είναι στο κομοδίνο και φύγε».



Στα σύνορα του ζήτησαν τους ταχογράφους. Είχε μόνο δεκαπέντε.
    «Και ένας δείχνει ότι οδηγήσατε παραπάνω μισή ώρα».
    «Λάθος μου. Δεν υπολόγισα σωστά».
    «Καταλαβαίνω. Δώστε μου τα χαρτιά σας».
    Τον είχαν σε κάτι σαν φυλάκιο όλη τη μέρα. Διάφοροι αξιωματικοί μπαινοέβγαιναν. Ένας κρατούσε μια εφημερίδα και του έδειξε ένα φύλλο με μια φωτογραφία του Συντάγματος μέσα σε καπνούς δακρυγόνων και φωτιές. Τον ρώτησε για την Ελλάδα.  
    Τους ζήτησε να του τη χαρίσουν.
    «Λάθος. Ανθρώπινο λάθος», τους είπε.
    «Ανθρώπινα είναι τα λάθη»,είπε ο υπεύθυνος. «Ανθρώπινοι και οι    κανονισμοί. Θέλετε κι άλλο καφέ;».
    Έπρεπε να πληρώσει χίλια διακόσια ευρώ αν ήθελε να του δώσουν πίσω τα χαρτιά του.
    «Έχω πεντακόσια. Δεν πήγε καλά το ταξίδι».
    «Τηλεφωνήστε και πείτε να σας στείλουν».
    Ο γιος του έγινε έξω φρενών. Μάλωσαν στο τηλέφωνο.
    «Για καλό έκανες το ταξίδι; Χριστέ μου…».
    «Έγινε τώρα. Δεν ξεγίνεται. Στείλε μου τα λεφτά».
    «Δεν θα ξαναταξιδέψεις».
    Δεν μπορούσε να του στείλει εκείνη τη μέρα αλλά την επόμενη. Έτσι, τον φιλοξένησαν σε εκείνο το φυλάκιο μέσα σε ένα άδειο δωμάτιο και με έκπληξη διαπίστωσε ότι τον κλείδωσαν όταν νύχτωσε.
    Γύρισε το κεφάλι προς τον τοίχο και δοκίμασε να κοιμηθεί ενώ το χιόνι έτριζε στην ξύλινη οροφή και ένας αέρας ουρλιαχτό τίναζε τα συρματοπλέγματα απέξω. Φώτα από διερχόμενα οχήματα κοκκίνιζαν το παράθυρο.




Ο Γιάννης Νικολούδης γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1987.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας για το κείμενο!